- συντέμνω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντέμνω και ιων. τ. συντάμνω Α [τέμνω]μτφ. α) περιστέλλω, περιορίζω, περικόπτωβ) (σχετικά με λόγο) συντομεύωνεοελλ.(το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η συντέμνουσαμαθ. τριγωνομετρική συνάρτηση που αντιστοιχίζει σε κάθε γωνία έναν αριθμό ίσον με την τέμνουσα τού συμπληρώματος τής γωνίαςαρχ.1. κόβω σε κομμάτια, κατακομματιάζω2. διαιρώ κάτι σε τμήματα, ώστε να γίνει μικρότερο3. δίνω σχήμα σε κάτι κόβοντάς το4. αποκόπτω συγχρόνως5. ελαττώνω, μειώνω («συντεμὼν τοὺς σοὺς πόνους», Ευρ.)6. (σχετικά με πρόσωπο) απορρίπτω, αποβάλλω («συντέμνουσι γὰρ θεῶν... τοὺς κακόφρονας βλάβαι», Σοφ.)7. διηγούμαι εν συντομία8. χαράζω, ανοίγω δρόμο («καινὴν... καὶ ἐρήμην ἀνοδίαν συντεμνειν», Πορφ.)9. (σχετικά με δρόμο) καθιστώ πιο σύντομο10. ενώνω με εγκοπή11. διαιρώ λογικά12. (η προστ. ενεστ.) συντεμνελέγε ή κάνε γρήγορα, συντόμευε13. (η μτχ. β' ενεργ. αορ. ως επίρρ.) συντεμόντι- σύντομα, εν συντομία.
Dictionary of Greek. 2013.